ΤΗΣ ΘΑΛΛΑΣΑΣ
Χτες βράδυ ονειρεύτηκα στο κύμα πως χανόμουν
Στο βάθος του ορίζοντα την αμμουδιά σκεφτόμουν
Όσο και αν το πάλευα πιο μέσα με τραβούσε
Και έναν σκοτεινό ρυθμό άγρια τραγουδούσε
«Αλίμονο ναυτάκι μου» σφύριζε στα αυτιά μου
«Άντρες πολλοί ποθήσανε την μαύρη αγκαλιά μου,
Τους έπιανα, τους έστυβα, ύστερα τους πετούσα
Στα βάθη του ωκεανού, εκεί τους ακουμπούσα
Άλλο μην το παλεύεις πια, θαρρείς πως θα γλιτώσεις ?
Ολόκληρο το Είναι σου απόψε θα μου δώσεις
Το όνομά μου Μέδουσα, Γοργώ και Ειμαρμένη
Η ατραπός της δίψας μου εσένα περιμένει
Να σε ρουφήξει λάγνικα στην πιο μεγάλη λήθη
Και η ψυχή σου να χαθεί μέσα στο παραμύθι».
Αλαφιασμέ πετάχτηκα στου κρεβατιού την άκρη
Ποτάμι από τα μάτια μου εκύλαγε το δάκρυ
Δεν ήταν πως φοβήθηκα μονάχα αναζητούσα
Ξανά στα σκοτεινά νερά μαζί της να γυρνούσα…