.Του Θανάση Θ. Νιάρχου
.......................................Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ με τίτλο: Αυτό το βραβείο ποιος θα το πάρει
Με τα βραβεία κοντεύει να συμβεί, αν δεν έχει ήδη συμβεί, αυτό που γίνεται, συνήθως, με τους πολιτικούς.
Όπως κανείς δεν θυμάται ποιος υπήρξε υπουργός Γεωργίας πριν από πέντε χρόνια, έτσι ακριβώς οι πάντες φαίνεται να έχουν ξεχάσει ποιος πήρε ένα οποιοδήποτε βραβείο πριν όχι πέντε, αλλά ακόμη και πριν από δύο χρόνια.
Έτσι ώστε βαθύτατα να απορεί κανείς τι λύσσα είναι αυτή προκειμένου να πάρεις ένα βραβείο, όταν η λήθη που θα σου επιφυλαχθεί είναι όση και για εκείνον που δεν το έχει πάρει.
Με μία μόνο διαφορά: ότι στον πρώτο η λήθη έχει σφραγίδα και υπογραφή (πράγμα που κάνει το βραβείο ακόμη πιο αφόρητο, αφού όποιος το θέλει, είναι για τους άλλους και δεν το θυμάται παρά ο ίδιος), ενώ στον δεύτερο, που δεν παίρνει κανένα βραβείο, η λήθη ταυτίζεται με την ομογάλακτή της αδελφή, την ανωνυμία.
Γεγονός που είναι και απείρως αξιοπρεπέστερο.
Το πόσο ανώμαλα όμως έχει διαμορφωθεί και εξελιχθεί ο κόσμος, στα νεώτερα τουλάχιστον χρόνια, το μαρτυράει η θετική εντύπωση που δημιουργείται για τον οποιονδήποτε όταν βραβεύεται και ξεχωρίζει.
Κανείς δεν φαίνεται να αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι πολλοί που ν΄ αξίζουν ένα βραβείο, ή πώς γίνεται να επιχαίρουμε και να πριμοδοτούμε την ύπαρξή τους, όταν οι ειδικότερες και γενικότερες συνθήκες του κόσμου μας εξακολουθούν να παραμένουν εξαιρετικά άθλιες.
Πώς γίνεται να μιλάμε ακόμη και για τον θεσμό των βραβείων, μέσα σ΄ έναν κόσμο που η ύπαρξή τους κάνει την όποια και όση κατάντια του να ηχεί ακόμη πιο κραυγαλέα.
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που αξίζει να εξαίρονται μ΄ ένα βραβείο, ενώ κανονικά θα έπρεπε να διαβιούν με σκυμμένο το κεφάλι, αφού η προσωπική τους αξία δεν μετέβαλε στο ελάχιστο την κατάσταση των πραγμάτων γύρω τους.
Όσο μάλιστα μεγαλύτερο το βραβείο, τόσο περισσότερο θα έπρεπε να υπογραμμίζεται η γύμνια της αναποτελεσματικότητάς τους.
Αν το βραβείο που δίνεται στον οποιονδήποτε είναι αποκλειστικά για την προσωπική του λάμψη, θα έπρεπε ο ίδιος ο βραβευόμενος να το συνειδητοποιεί ως ντροπή, αφού η λάμψη του δεν έριξε το ελαχιστότερο φως μέσα στον κόσμο.
Και να το αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι, αφού και οι υπόλοιποι (εννοούμε όλον τον κόσμο, όχι μόνον τους μη βραβευμένους), θα το συνειδοποιούσαν ως κάτι κατάπτυστο, καθώς η ύπαρξη των βραβείων ναρκοθετεί, με τον τρόπο της, την έννοια της ενότητας.
Μια έννοια που συνιστά μια τραγικά αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση προκειμένου να επιζήσει ο κόσμος.
Φτάνει να σκεφτούμε πόσα πράγματα θ΄ αλλάζανε προς το καλύτερο αν καταργούνταν σταδιακά παγκοσμίως τα βραβεία, μικρά και μεγάλα, γνωστά και άγνωστα, κρατικά και ιδιωτικά.
Θα γινόταν ένα πρώτο συγκλονιστικό ξεκαθάρισμα αφού ο καθένας θα επιχειρούσε οτιδήποτε, όταν το ένιωθε ως προσωπική του ανάγκη κι όχι γιατί θ΄ αποσκοπούσε σ΄ ένα βραβείο.
Θα ξεκαθάριζε αυτόματα η ήρα από το στάρι και οι «εραστές της δημιουργίας», που έχουν πληθυνθεί ως η άμμος της θάλασσας, θα έρχονταν σε φυσιολογικότερα μέτρα.
Θα προέκυπτε μιας ανυπολόγιστης σημασίας ηθική χειραφέτηση, καθώς δεν θα γελοιοποιούνταν ένα απροσμέτρητο πλήθος ανθρώπων, που με το να διεκδικεί, για λογαριασμό του, ένα οποιοδήποτε βραβείο, είναι υποχρεωμένο να διαβάλλει και να συκοφαντεί κάθε άλλη υποψηφιότητα.
Χωρίς να είναι μικρότερης σημασίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια ακόμη ευεργεσία: να αισθάνεται ο καθένας πως το βραβείο δεν μπορεί να του το δώσει κανείς άλλος παρά μόνον ο εαυτός του, να θεωρείται ταυτόχρονα εξ ίσου σημαντικό το να καλλιεργείσαι εσωτερικά, πράγμα που κινδυνεύει να ξεχαστεί, όπως την προτεραιότητα την διεκδικεί πια η αγωνία για τη δημόσια διάκριση.
Θα στρεφόμασταν, δηλαδή, ευκολότερα προς τα μέσα, αφού δεν θα υπήρχε- όπως τώρα η δικαιολογία να μην επιχειρείς κάτι ανάλογο, καθώς το βραβείο υποτίθεται πως έρχεται ως επιστέγασμα μιας εσωτερικότητας που έχει καλλιεργηθεί τόσο πολύ, ώστε να αποκτά και δημόσιο εύρος.
Τελικά, ενώ υποτίθεται πως κάθε υποψήφιος για βράβευση εκφράζει μιαν «αξία» που χρειάζεται το βραβείο ώστε η αξία αυτή να προσεχθεί, το βραβείο, όταν του απονέμεται, στην πραγματικότητα να μην υπογραμμίζει την αξία, αλλά να επιβραβεύει το διάτρητο ήθος του όπως εκφράζεται με τη διαπλοκή και τη μηχανορραφία που έχουν συνηθέστατα προηγηθεί ώστε να κατακτήσει το βραβείο.
Ωστόσο όλα αυτά τα εξαιρετικώς σοβαρά, θα ήταν μικρής σημασίας αν τα βραβεία (πράγμα που ενδεχομένως να μην συνέβαινε σε παλαιότερα χρόνια) δεν είχαν καταστεί ένας καίρια ανασταλτικός παράγοντας για την ουσιαστική χειραφέτηση και την ενηλικίωση ολόκληρου του πλανήτη.
Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».