Απόσπασμα από άρθρο του Θ. Παρασκευόπουλου στην Εποχή
Γιατί ευρωομόλογο;
Υπάρχουν τρεις λόγοι για τη θέσπιση ευρωπαϊκού ομολόγου, οι οποίοι προβάλλονται είτε μαζί είτε χώρια, ανάλογα με το τι θέλει εκείνος που τους προβάλλει.
1. Ο πρώτος είναι πρακτικός – δημοσιονομικός.
Οι υποστηρικτές του ευρωομολόγου θεωρούν, δικαίως, ότι ένα ομόλογο με την εγγύηση της Ένωσης –είτε της ίδιας ως νομικής προσωπικότητας είτε ενός οργανισμού που θα φτιαχτεί επί τούτου – θα είναι λιγότερο εκτεθειμένο στην κερδοσκοπία και θα έχει χαμηλότερη απόδοση για τους αγοραστές του, δηλαδή χαμηλότερο επιτόκιο και δεν θα επιβαρύνονται υπερβολικά οι προϋπολογισμοί των κρατών μελών.
Επομένως, λένε, δεν θα χρειάζεται κάθε τόσο η Ένωση να φροντίζει εκ των ενόντων να στηρίξει ένα μέλος της που κινδυνεύει, όπως τώρα την Ελλάδα και την Ιρλανδία, αφού τα κράτη μέλη θα μπορούν να δανείζονται με ενιαίο και χαμηλό επιτόκιο.
2. Ο δεύτερος λόγος είναι νομισματικός.
Με αυτόν τον τρόπο, λένε οι υποστηρικτές του ευρωομολόγου, η Ευρωζώνη θα γίνει πιο ελκυστικός τόπος χρηματικών επενδύσεων, τα ευρωπαϊκά ομόλογα θα ανταγωνίζονται τα ομοσπονδιακά ομόλογα των ΗΠΑ στη διεθνή αγορά, το ευρώ θα αποκτήσει μεγαλύτερη σταθερότητα και θα ενισχύσει τη θέση του ως νόμισμα στο οποίο τοποθετούν τα κράτη τα αποθέματά τους.
3. Ο τρίτος λόγος είναι πολιτικός – φεντεραλιστικός.
Με το ευρωομόλογο, λέγεται ορθά, θα συνδεθούν οπωσδήποτε ρυθμίσεις διαχείρισής του, κι έτσι θα ενισχυθεί η συνοχή της Ένωσης. Επιπλέον, αν και το ομόλογο θα εκδοθεί για τις ανάγκες των κρατών μελών, σύντομα, αφού θα υπάρχει, η χρήση του θα επεκταθεί για επενδύσεις σε ενωσιακό επίπεδο, σαν τα «δίκτυα» που είχε προτείνει ο Ζακ Ντελόρ, όταν ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτό θα απαιτήσει σταδιακά αύξηση του προϋπολογισμού κ.ο.κ.
Οι αντιρρήσεις
που προβάλλονται είναι δύο.
1. Πρώτον, ότι ένα ομόλογο που το εκδίδουν όλες οι χώρες μαζί, θα έχει επιτόκιο που θα αντανακλά ακριβώς αυτόν τον συνδυασμό, και επομένως θα είναι υψηλότερο από το επιτόκιο που πληρώνουν σήμερα π.χ. η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία ή η Αυστρία.
Αυτές οι χώρες λοιπόν θα επιβαρύνονται περισσότερο από όσο τώρα, για να στηρίξουν τον δανεισμό κρατών σαν την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία.
2. Δεύτερον, το σχετικά χαμηλό επιτόκιο των ευρωπαϊκών ομολόγων θα είναι κίνητρο γι’ αυτές τις χώρες να πάψουν να τηρούν δημοσιονομική πειθαρχία.
Θα συνεχίσουν να δανείζονται ακόμα περισσότερο, και στο τέλος η κρίση χρέους που θέλει να καταπολεμήσει το ευρωομόλογο θα επανέλθει.
Η αριστερή κριτική
Σε μια συνέντευξή της, η Ζάρα Βάγκενκνεχτ, αντιπρόεδρος και υπεύθυνη για την οικονομική πολιτική του γερμανικού κόμματος die Linke, απάντησε στην ερώτηση, αν υποστηρίζει την έκδοση ευρωομολόγου, ότι το κόμμα της υποστηρίζει τον απευθείας δανεισμό των κρατών της Ένωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η αιτιολόγηση αυτής της θέσης, κοινής στην ευρωπαϊκή αριστερά, είναι απλή.
Είναι ανορθολογικό και σκανδαλώδες, τα κράτη να εκχωρούν το προνόμιό τους να εκδίδουν χρήμα σε ένα ίδρυμα (την Κεντρική Τράπεζα), το οποίο δανείζει αυτό το χρήμα με χαμηλό επιτόκιο (σήμερα 1%) σε ιδιωτικές κερδοσκοπικές τράπεζες, που με τη σειρά τους το δανείζουν στα κράτη με επιτόκιο 3, 4, 5% ή και παραπάνω.
Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί αποκλειστικά στην αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών εις βάρος των φορολογούμενων.
Το ευρωομόλογο υπονομεύει αυτή τη θέση.
Επαναφέρει στο παιχνίδι τις ιδιωτικές τράπεζες και άλλες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις με μειωμένο μεν επιτόκιο, αλλά με αυξημένη ασφάλεια για τα δάνεια που δίνουν.
Κι έτσι, ενώ το ζητούμενο είναι να χωριστεί ο κρατικός δανεισμός από την κερδοσκοπία, οι κερδοσκόποι παραμένουν και μάλιστα με περισσότερες εγγυήσεις για τα χρήματα που δανείζουν.
Άλλωστε, το ευρωπαϊκό ομόλογο θα συνδεθεί οπωσδήποτε με όρους σαν αυτούς που προβλέπει το Μνημόνιο για την Ελλάδα ή που εφαρμόζουν άλλες χώρες χωρίς Μνημόνιο, διά τον φόβον του Μνημονίου, που θα έλεγε το Ευαγγέλιο.
Και γιατί να δανείζονται τα κράτη;
Όλα αυτά είναι αλήθεια. Αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έγινε ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, για να εξυπηρετούνται καλύτερα οι κερδοσκοπικές τράπεζες.
Σε ενημερωτικό φυλλάδιο της γερμανικής Μπούντεσμπανκ αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι το μεγάλο κέρδος από την ίδρυση της είναι ότι, ενώ η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας στη Γερμανία και η απαγόρευση να δανείζει το κράτος ήταν ρυθμισμένη με νόμο, με την ΟΝΕ αυτή η απαγόρευση πήρε υπερσυνταγματικό χαρακτήρα.
Αλλά μήπως και ο απευθείας δανεισμός από την Κεντρική Τράπεζα δεν θα συνδεόταν με όρους σαν του Μνημονίου;
Στο κάτω κάτω, σε κοινοπραξίες, σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους όρους τους υπαγορεύει ο ισχυρότερος.
Κι αν το σκεφτούμε λίγο βαθύτερα, τους όρους δεν τους υπαγορεύει το ισχυρότερο κράτος (εν προκειμένω η Γερμανία), αλλά οι κοινωνικά ισχυροί, δηλαδή πάλι οι κερδοσκοπικές τράπεζες ή μάλλον οι καπιταλιστές εν γένει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ε.Ε. τα κράτη έχουν σχεδόν σταματήσει να εκδίδουν ομόλογα προκαθορισμένου επιτοκίου για το ευρύ κοινό (τα λεγόμενα «εθνικά ομόλογα») και δανείζονται κυρίως ή μόνο με δημοπρασίες ομολόγων που απευθύνονται στους λεγόμενους «θεσμικούς επενδυτές», ώστε αυτοί να μην έχουν ανταγωνιστές.
Με άλλα λόγια, ο δημόσιος δανεισμός δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται.
Στην πραγματικότητα, ο σκοπός του δεν είναι να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες δαπάνες, αλλά να απαλλαγούν οι πλούσιοι από τη φορολογία.
Κι επειδή η φοροδοτική ικανότητα των φτωχών είναι περιορισμένη, τα κράτη δανείζονται, και με την ευκαιρία βγάζουν οι τράπεζες, οι χρηματιστικές και ασφαλιστικές εταιρίες το κάτι τις τους από τόκους, προμήθειες κ.λπ.
Ένας άλλος τρόπος είναι να χρηματοδοτούν τα κράτη τις δαπάνες τους με φορολογία, που για να επαρκέσει πρέπει να βάλει χέρι στα κέρδη των επιχειρήσεων, στα πολύ μεγάλα εισοδήματα και στις πολύ μεγάλες περιουσίες.
Η αντίσταση βέβαια θα ήταν τόσο μεγάλη (στο κάτω κάτω την περιουσία του πας να του πάρεις του άλλου), που θα χρειαζόταν τεράστια συγκέντρωση δυνάμεων και ριζική αλλαγή συσχετισμών, τόσο μεγάλη που θα αρκούσε για πολύ μεγαλύτερες αλλαγές.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος