1.6.12

Σπαστά ελληνικά, πλευρά σπασμένα


Martin Luther King (δολοφονήθηκε το 1968)



Από το ιστολόγιο π ο ρ τ α τ ί φ  με τίτλο


Η χώρα μας με τους λαθρομετανάστες έχει δεχθεί μια άοπλη εισβολή, τόνισε ο Αντώνης Σαμαράς σε προεκλογική του ομιλία. Και κάτι θυμήθηκα τώρα.

Στα 10 μου χρόνια φιλοξενούσαμε για μία εβδομάδα περίπου, στο απομονωμένο δωμάτιο του σπιτιού, έναν Αλβανό πιτσιρικά, που έφτασε κατά τύχη εδώ από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Δε θυμάμαι ούτε το όνομα του πια. 
Ξέρω όμως οτι ο Σαμαράς έχει δίκιο, ήτανε σίγουρα άοπλος και το αισθάνθηκα όντως ως μία παράξενη εισβολή μέσα στο σπίτι μου. 
Και οι γονείς μου νομίζω είχαν μια μικρή αίσθηση φόβου για το αν η πράξη τους ήταν λιγάκι παράτολμη. Μετά βέβαια ήταν κάπως καλύτερα. 
Να σκεφτείς, μια φορά ο φιλοξενούμενος με βοήθησε κιόλας να ζωγραφίσω μία ήπειρο στο μάθημα της γεωγραφίας, γιατί από μικρός δεν ήμουν καλός: έβγαινε το χρώμα  -τιρκουάζ ήταν;- έξω από το πλαίσιο,  ξεχείλιζαν τα σύνορα, κι ήταν λογικό να βάζει τις φωνές μετά η δασκάλα.

Ίσως σου φανεί περίεργο αλλά τη περίοδο της νεότερης Αλβανικής καθόδου, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι ντόπιοι στη πόλη μου μπορούσαν να συνεννοηθούν μια χαρά με τους λαθρομετανάστες, που μόλις είχαν έρθει από την Αλβανία. 
Αρβανίτικα οι παππούδες και οι γιαγιάδες, νεότερα αρβανίτικα οι μετανάστες, αναδυόταν έτσι ένα απόκρυφο στοιχείο, σκοτεινό και βαθιά χωμένο μέσα στην ιστορία. 
Ένα στοιχείο καταραμένο να ταιριάζει τα αταίριαστα, και ίσως το γνώριζε αυτό η δασκάλα μου. 
Και ίσως γι' αυτό ήταν εκνευρισμένη και μου έριχνε με το χάρακα κάνα χτύπημα παραπάνω στη παλάμη μου.

(κοιτάω τις παλάμες μου)

Περίπου 20 χρόνια μετά, χτες δηλαδή, μίλαγα με την κόρη μου. 
Καθώς άρθρωνε τις λέξεις, έκλεισα για λίγο τα μάτια και έκανα μια τρομακτική διαπίστωση.
Έτσι κοφτά όπως συναρμολογούσε τις λέξεις, δεν μπορούσα να διακρίνω αν μίλαγε δύο χρονών παιδί ή ήταν μια μετανάστρια που μιλάει σε μια συνάδελφό της σπαστά ελληνικά στον ηλεκτρικό του Πειραιά. 
Νάτο πάλι το σκοτεινό στοιχείο, εκεί, να ταιριάζει τα αταίριαστα. 
Κι όχι με αρβανίτικα όπως πριν, αλλά αυτή τη φορά τα σπαστά ελληνικά ήταν που συναρμολογούσαν τα κομμάτια της πάλαι ποτέ ανθρώπινης ακεραιότητας που πρέσβευε ο πρώτος άνθρωπος επάνω στο πλανήτη. 

Ξέχασα βέβαια να αναφέρω ότι η μετανάστρια στο σταθμό του τραίνου, που τώρα δουλεύει για το κράτος έστω κι αν κάποτε έφτασε εδώ λαθραία, κρατάει μια σφουγγαρίστρα στο χέρι γιατί είναι καθαρίστρια. 
Και τι σύμπτωση, η μικρή λατρεύει να παίζει με τις σφουγγαρίστρες στο μπαλκόνι. 
Η μία την χρησιμοποιεί δουλικά για να ζήσει και η μικρή τη βλέπει ως παιχνίδι για να εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων. 
Δύο διαφορετικοί κόσμοι ενώνονται κάτω από ένα υψωμένο κοντάρι. 
Δε μιλάω για σημαίες, για σφουγγαρίστρες μιλάω. 
Και είναι ποτέ δυνατόν μια σφουγγαρίστρα να είναι όπλο πολεμικό; 
Έχει δίκιο ο Αντώνης Σαμαράς. 
Οι οπλισμένοι βαστάνε χάρακα στα χέρια τους και οι άοπλοι εισβολείς βαστάνε σφουγγαρίστρες. 
Πάντα έτσι ήτανε και πάντα έτσι θα είναι.

Εκτός βέβαια, αν όχι εμείς ίσως είναι κάποιοι άλλοι, με μάτια λέιζερ και μαλλιά τιρκουάζ, 
καταλάβουν επιτέλους ότι 
οι ραγάδες που έχουν στις παλάμες τους είναι γενετικά σημάδια προερχόμενα από 
τα μαστίγια αρχαιοελληνικών εμπόρων, 
χαρακιές από τον βούρδουλα ρωμαϊκών στρατιωτών ή βυζαντινών πραιτοριανών, 
ουλές από τους ράβδους των οθωμανών ραγιάδων, 
ίχνη από τα γκλοπ της ελληνικής αστυνομίας ή και γιατί όχι, 
αποτυπώματα από τον χάρακα μιας σκρόφας δασκάλας.


Το παραβάν βγαίνει σε τιρκουάζ/άραγε;

Κάποιοι σύνδεσμοι σε πηγές τεκμηρίωσης που παρατίθενται στα κείμενα ενδέχεται να μην είναι ενεργοί. Κάποιες από τις πηγές μπορούν να ανακτηθούν συμπληρώνοντας το URL του συνδέσμου (δεξί κλικ στο σύνδεσμο) στο Wayback Machine (http://archive.org/index.php)