Από την ιστοσελίδα Anarchy press.gr
Την πρώτη κρύα μέρα του χειμώνα μ’ έβγαλαν.
Φόρεσα το τριμμένο μου μπουφάν, έδεσα τα πολυκαιρισμένα μου άρβυλα και προχώρησα.
Κοίταξα γύρω μου, μα δεν υπήρχε ψυχή.
Δεν έχω που να πάω, αλλά είμαι ευτυχισμένος.
Ψηλαφώ του προσώπου μου τα σκαψίματα.
Ο χρόνος στέκεται τυφλός εμπρός μου με τα τρία του πρόσωπα, με του Ενεστώτα το πλέον προκλητικό, όλο να γλιστρά απ’ τα χείλη και, δίχως ραβδί, δίχως σκυλί, να χάνεται στην ανυπαρξία. Η καρδιά μου πονά· χτύποι λοξοί κι αρρυθμίες την κεντούν.
Ξέρεις πώς είναι να είσαι έξω; Πόσος καιρός πέρασε…
Κανείς δε θα με χαιρετίσει. Το ξέρω. Δεν γνωρίζω κανέναν εδώ.
Έζησα χρόνια στην Χώρα της Σκιάς.
Εκεί όπου το φως, κάτι ονειρικά μακρινό, υπάρχει, να δίνει ζωή στο σκοτάδι.
Ανειδίκευτος εδώ, ανειδίκευτος κι εκεί· την έμφυτη μαστοριά μου στων ανθρώπων τις υποθέσεις σπάταλα ξόδεψα.
Υποδύθηκα, λοιπόν, το πεφταστέρι, όπως λένε, μ’ απερίγραπτη επιτυχία, που ραγίζει τ’ απόλυτο μαύρο με της πτώσης του το φως.
Δεν πληρώθηκα για τον κόπο μου ποτέ, δεν υπήρξα, που λένε, κανενός μισθωτός κι ας έκανα, έστω και για την στιγμή, την νύχτα μέρα.
Μόνη μου ευχαρίστηση οι ευχές των παιδιών στ’ όνομά μου, καθώς έπεφτα και ξανάπεφτα στ’ ουρανού τον βυθό για το χατίρι τους.
Μέτοικος κι εκεί, μέτοικος παντού· σορόκος διαβατάρης μέσα στις θημωνιές.
Σε θρησκείες, πολιτική και δόγματα δεν πίστεψα.
Έμαθα από μικρός να ψιθυρίζω τις προσωπικές μου προσευχές.
Ήξερα από ένστικτο τα μονοπάτια της ερήμου, μα από τις «οάσεις» τους δεν γύρεψα γουλιά. Κάλλιο χολή και ξύδι.
Οδοιπόρησα σε λαμπρά αδιέξοδα, ίππευσα με δεξιοτεχνία ραντζιέρη τους λυγμούς, σκάρωσα κούνιες σ’ αρχαία ικριώματα και βρέθηκα σε σοκάκια με νεκρούς φανοστάτες, να πλειοδοτώ για τα κομμάτια μου κόντρα στον θάνατο, από δημοπρασία σε δημοπρασία.
Δεν αποκτηνώθηκα για το φλουρί, μήτε δίπλωσα την μέση για το γρόσι.
Το μόνο που έρχεται στην ώρα του, αν είσαι τυχερός και δεν τα κακαρώσεις νωρίτερα, είναι τα γηρατειά. Και δεν υπάρχει καμμιά ασχήμια στα γηρατειά.
Όσο, όμως, οι κλειδώσεις χαλαρώνουν, όσο η ρώμη εξασθενεί, η καρδιά πρέπει να γιομίζει με αγάπη και σοφία.
Γιατί μισή καρδιά θα πάρουμε φεύγοντας κι άλλη μισή θ’ αφήσουμε μνήμη αμανάτι. Και την δική μου την προτίμησα λαφριά σαν κρυστάλλινη σκέψη.
Μην την βαραίνουν παλάτια και μαλάματα. Μην την στραγγίζουν άγχη και θυμοί.
Καλοκαίρια και χειμώνες στο ίδρυμα.
Με κρύο, με βροχές, κάτω από σιδερένιους ουρανούς, σε σωρούς από μπετόν θαμμένος, αγκαλιά με την σιωπή.
Μα η σιωπή δεν είναι χρυσός, αν ήταν, να είστε σίγουροι, πως οι εταιρείες εξόρυξης θα έκαναν «ουρά» έξω από το κελί μου… Ασήμι; Μπα, ούτε. Δεν την έχω δει να μαυρίζει. Μήπως χαλκός; Μα, μήτε να πρασινίζει την είδα. Τσίγκος σκέτος θα ‘ναι, τενεκές ξεγάνωτος, που λένε.
Αλήθεια, θα μπορούσες να «διατάξεις» την σιωπή σου να σιωπήσει;
Γιατί, στον λόγο μου σας λέω, κυκλοφορούν και «φλύαρες» σιωπές. Πολύ φλύαρες, φασαριόζες.
Ωστόσο, για μένα, εδώ και χρόνια ο διάλογος έχει πάψει. Απόμεινε μονάχος του ένας μονόλογος μουρμούρης, να κοροϊδεύει την σιωπή, στις εκκωφαντικές του εκλάμψεις. Και πέρα από αυτό, μόνο το ίδρυμα. Να χρειάζεσαι άδεια για τα πάντα, ακόμη και για τ’ αυτονόητα. Διαταγές, τιμωρία, εξευτελισμός με την οκά, «γενναίες» οι μερίδες.
Μα θέλω να περπατήσω. Θέλω να δω τον ουρανό σκέτο, δίχως τα σίδερα. Εμένα μου τον στέρησαν. Αυτοί έκριναν ότι τώρα πρέπει να βγω. Εγώ κρίνω ότι δεν έχω τίποτε στην τσέπη, μα δεν έχει καμμιά απολύτως σημασία.
Κι ας μοιάζει ο κόσμος όλος με γιγάντιο ίδρυμα.
Διαθέτω ακόμη δίψα για ζωή, δεν παραιτούμαι, δεν χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους.
Αλλά, να εξηγούμαστε, μιλώ για ανθρώπους, όχι για σωρούς από κρέατα, δίχως ψυχή, συμπόνια και καλωσύνη. Να μου λείπουν αυτοί. Καλύτερα μόνος μου παρά με δίποδες αυταπάτες.
Τι κάνει αυτός εκεί; Προσπαθεί να μαζέψει τα περιστέρια; Κρατάει και σακούλα; Μάλλον θα πεινάει. Διόλου απίθανο. Ο πρώτος ή ο τελευταίος; Μην τον δει καμιά ανισόρροπη γριά μόνο τον καημένο και τον ζαλίζει…
Τελικά, όχι …για κοίτα, το ’πιασε! Μπράβο ταχύτητα! Το κρατάει… τι του λέει; Το ηρεμεί, πριν το πνίξει; Μήπως… όχι, το άφησε και πέταξε!
Τί παράξενος τύπος! Θα μου πεις όλα αυτά τα ζόμπι με τα τετράγωνα βλέμματα έγιναν τόσο συνηθισμένα πια, που αυτός είναι ο παράξενος…
γαμώτο, άργησα, έχασα το φανάρι! Φτου!
Τούτα δω τα πλάσματα ξέρουν να πετούν και το ξέχασαν,
μπορούν να είναι περιστέρια κι έγιναν κότες!
Δες τα πώς αποβλακώθηκαν, ζώντας μέσα στο στόμα τούτου του θηρίου, που τα χνώτα του υπνωτίζουν…
Και τούτοι δω πάλι, πώς έγιναν έτσι; Τι μυστήριες μουτσούνες είν’ αυτές; Κι εγώ η πιο παράξενη ανάμεσά τους. Τώρα ξέχασα πώς είναι αυτοί και πώς είμαι εγώ μέσα σε αυτούς. Πού είστε τώρα; Πού είμαι εγώ;
Έχω τόσα να πω, μα δεν ξέρω σε ποιον να μιλήσω. Λες να ζει ακόμη; Μπα, αποκλείεται!
Κοίτα τα, τα πλάσματα που ξέχασαν να πετούν… πού είσαι συ ρε; Με θυμάσαι; Εγώ είμαι που σου φώναζα πίσω απ’ τα κάγκελα… πέτα! Μ’ ακούς μικρό μου; Πέτα, τώρα που μπορείς, γιατί σε λίγο θα ξεχάσεις…