.
Από την ιστοσελίδα
Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών με τίτλο:
ή θα βελάζουμε [μπέεεε],
αντί να χειροκροτούμε, ή θα απουσιάζουμε: ανθρωποφύλακας καἶ ανθρωποβοσκός ο Κύριος τσομπάν-τραγουδοποιός Σωκράτης Μάλαμας
φίλες
και φίλοι, καλή σας μέρα
Δεν έχω πάει σε πολλές συναυλίες, πολύ λίγες θυμάμαι, τα τελευταία δε είκοσι
χρόνια δεν έχω πάει ούτε σε μία.
Του
Ρόρι Γκάλαχερ όμως στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 1981, στο γήπεδο της Νέας
Φιλαδέλφειας, δεν πρόκειται να τη ξεχάσω.
Η
μεγάλη κόρη μου δεν περπατούσε ακόμα και μόλις αποκοιμήθηκε αργά το
βράδυ, καβάλησα τη Χόρεξ που είχα και πήγα.
Οι
πύλες του γηπέδου ήταν ανοιχτές· ο Ρόρι και η μπάντα του έπαιζε, ο
περισσότερος κόσμος, ροκάδες και φρικιά, ήταν στον αγωνιστικό χώρο, καθισμένοι
σε παρέες, περπατούσαν, έπαιζαν, χόρευαν, μπαινόβγαιναν στο γήπεδο, έπιναν ό,τι
μπορείτε να φανταστείτε, ζούσαμε μέσα σε ένα ντουμάνι.
Πάντα
κάτι με ενοχλούσε κάθε φορά που παρακολουθούσα συναυλία
καθισμένος για ώρες, ακίνητος και σιωπηλός.
Με
ενοχλούσε που ήμουν καθισμένος, ακίνητος και σιωπηλός.
Να
βλέπω κάποιον να τραγουδά κι εγώ, μαζί με χιλιάδες άλλουες, να μην τραγουδάω,
να είμαι καθισμένος, ακίνητος και σιωπηλός είναι μια κατάσταση που μου προκαλεί
μεγάλη δυσφορία.
Το
θεωρώ ξεπεσμό, κατάντια, κοινωνική και ψυχική εξαθλίωση.
Ξέρετε
τί μου αρέσει;
Να
είμαι με παρέα και να τραγουδάμε όλοιες μαζί.
Τρελαίνομαι,
μα τη Παναγία την Τσουτσουνοφιλούσα.
Μου
αρέσει να τραγουδάω, δεν θέλω να τραγουδάνε οι άλλοι για μένα.
Αλλά
δεν τραγουδάω γιατί δεν υπάρχει παρέα – κι άλλα πολλά δεν κάνω γιατί δεν
υπάρχει παρέα.
Η
συναυλία, το πορνό, το γήπεδο, το Κοινοβούλιο, το μπαράκι (το λένε και μαντρί
-τη μπάρα, ποτίστρα) είναι ενδείξεις ότι δεν τραγουδάμε πια,
δεν γαμάμε, δεν παίζουμε, δεν αποφασίζουμε, δεν διασκεδάζουμε.
Δεν
ήταν πάντα έτσι.
Η
παιδική μου ηλικία στο χωριό (1959-1969) δεν ήταν έτσι.
Όλο
το καλοκαίρι, κάθε βράδυ, χωρίς ηλεκτρικὀ
ρεύμα και δημόσιο φωτισμό, κάτω από τον έναστρο καθαρό ουρανό και το φεγγάρι, ο
κόσμος στην πλατεία του χωριού τραγουδούσε και χόρευε.
Κάποιος
από τους γκαϊντατζήδες έπαιζε, αμισθί βέβαια, ένας από αυτούς και ο
πατέρας μου ( “ ο Χρήστος ο γκαϊντατζής “ ) και ο κόσμος όλων
των ηλικιών χόρευε και τραγουδούσε. Φαίνεται πως κάποιος από τους
προγόνους μου έπαιζε και νταϊρέ, εξ ου και το επώνυμό μου, εάν η εικασία
μου ευσταθεί (νταϊρετζής > Νταϊρετζίδης > Δρατζίδης).
Αργότερα,
έμαθα ότι στην αρχαία Αθήνα υπήρχε αστυνομία θεάτρου, οι αστυνόμοι ήταν
δούλοι από τη Σκυθία, για να επιβάλλουν την τάξη σε μια κατάσταση την οποία ο
Πλάτων, στους Νόμους, αποκαλεί θεατροκρατία.
Οι
πληροφορίες που έχουμε μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια εικόνα του τί γινόταν
στις κερκίδες του θεάτρου του Διονύσου κατά τη διάρκεια των ολίγων ημερών των
παραστάσεων που άρχιζαν το πρωί και τελείωναν μόλις έδυε ο ήλιος.
Οι
θεατές έφερναν μαζί τους φαγητό - τα σκόρδα δεν έλειπαν από κανένα
τρουβά (σακκίδιο θα λέγαμε σήμερα).
Μιλούσαν,
φώναζαν, διαμαρτύρονταν, έβριζαν, έτρωγαν, το θέατρο μύριζε σκορδίλα, έκλαναν,
θα κατουρούσαν και θα έχεζαν κάπου εκεί γύρω.
Τα ίδια
γίνονταν πάνω κάτω και σε μια άλλη χρυσή εποχή του θεάτρου, την Ελισαβετιανή
εποχή, στο Λονδίνο του Σέξπυρ.
Εάν
δεν έχετε διαβάσει την Τυραννία της Οικειότητας του Σένετ, εκδόσεις Νεφέλη, σας
το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Μιλούσαν,
φώναζαν, έσκουζαν, διαμαρτύρονταν, έτρωγαν, επέβαλαν στους ηθοποιούς, τους
οποίους θεωρούσαν υπηρέτες, να ξαναπαίξουν μια σκηνή που τους ενθουσίαζε, μέχρι
και δεκαπέντε φορές, και οι ηθοποιοί δεν διανοούνταν να αρνηθούν να μην
ξαναπαίξουν τη σκηνή ή την ατάκα.
Να ποια είναι η εικόνα για τους καλλιτέχνες και τους καλλιτεχνικούς χώρους πριν
τον καπιταλισμό.
Και όταν εδραιώθηκε για τα καλά, ο καλλιτέχνης από υπηρέτης έγινε Κύριος, πλούσιος και ισχυρός και διάσημος, αν και παρέμεινε κατά βάθος τσιράκι του Κυρίου μόνο, ενώ ο καλλιτεχνικός χώρος, από πολυλειτουργικός και [σχετικά] ελεύθερος, έγινε μαντρί.
Και όταν εδραιώθηκε για τα καλά, ο καλλιτέχνης από υπηρέτης έγινε Κύριος, πλούσιος και ισχυρός και διάσημος, αν και παρέμεινε κατά βάθος τσιράκι του Κυρίου μόνο, ενώ ο καλλιτεχνικός χώρος, από πολυλειτουργικός και [σχετικά] ελεύθερος, έγινε μαντρί.
Μαζί
με τον καπιταλισμό ήρθε και εδραιώθηκε ο μεγάλος εγκλεισμός.
Όλοι
οι πολυλειτουργικοί κοινωνικοί χώροι, κομμουνιστικότητες, έγιναν
μονολειτουργικοί χώροι εγκλεισμού και επιτήρησης - και όλοι
όσοι επινοήθηκαν, συγκροτήθηκαν απ” αρχής ως χώροι εγκλεισμού και
επιτήρησης.
Ο
Φουκό με τις εργασίες τους έστρεψε την προσοχή μας σε αυτόν τον
εγκλεισμό και μας διεύρυνε τους πνευματικούς και κοινωνικούς ορίζοντες.
Πριν
από αυτόν, η Σχολή της Φραγκφούρτης μας είπε ότι η μαζική κουλτούρα είναι
ένας τρόπος αναπήρωσης,
ένας
τρόπος λειτουργικής καταστροφής να μην μπορούμε να φανταστούμε ότι μπορεί να
υπάρξει κάτι άλλο πέραν του υπάρχοντος (καπιταλιστικού παρόντος).
Ο
κοινωνικός ρόλος των καλλιτεχνών αναβαθμίστηκε: από υπηρέτες έγιναν Κύριοι,
ανθρωποφύλακες και ανθρωποβοσκοί·
οι
θεατές μετεξελίχθηκαν σε υπάκουο και μουγγό κοπάδι εκτρεφομένων ζώων· οι χώροι
παράστασης (παιχνιδιού, εργασίας) έγιναν μαντριά.
Ο
τραγουδιστής στη συναυλία τραγουδάει κι εμείς τον ακούμε καθισμένοι, ακίνητοι
και μουγγοί.
Τί
άλλο κάνει από το να τραγουδάει ο τραγουδοποιός;
Επιτηρεί
εάν βρισκόμαστε στο ύψος των καπιταλιστικών περιστάσεων: εάν αποδεχόμαστε την
ισχύ του τραγουδιστή, εάν αποδεχόμαστε τον υποβιβασμό μας στην κατάσταση των
εκτρεφομένων ζώων, εάν χρησιμοποιούμε τον χώρο ως μαντρί.
Δεν
θα κάνετε τίποτα άλλο πέρα από αυτό που ήρθατε να κάνετε – αλλά δεν το
καταλαβαίνετε και δεν το αντιλαμβάνεστε.
Εάν
στο Πανοπτικόν ένας φύλακας μπορεί να βλέπει, να παρακολουθεί χιλιάδες,
εάν
στο Συνοπτικόν χιλιάδες και εκατομμύρια βλέπουν έναν (τηλεόραση,
κινηματογράφος), κατ” εικόνα του μαντριού όπου τα αιγοπρόβατα βλέπουν τον
τσομπάνη,
η
συναυλία είναι ένας συνδυασμός Πανοπτικού και Συνοπτικού.
Ο
Σωκράτης Μάλαμας είναι και ανθρωποφύλακας (Πανοπτικόν) και ανθρωποβοσκός
(Συνοπτικόν).
Ο
πλούτος, η ισχύη και η φήμη ενός τραγουδιστή, που είναι και
ανθρωποφύλακας και ανθρωποβοσκός, εξαρτάται από το μέγεθος του κοπαδιού
των θεατών που μπορεί να σχηματίσει.
Το
ίδιο ισχύει ασφαλώς και για τον ηθοποιό και για τον αθλητή και για τον
πολιτικό.
Ο
Σωκράτης Μάλαμας είναι ένας μικροαστός ανθρωποβοσκός, ο Τσίπρας ένας
μεσοαστός ανθρωποβοσκός.
Ενώ
η Μαντόνα, η Ριάνα, η Μπιγιονσέ, η Κίντμαν, ο Ομπάμα, ο Μέσι! Πόσο
μεγάλα κοπάδια μπορούν και συγκροτούν!
Και
θα εξοργιστείτε:
Μα
είναι τόσο κακό να παρακολουθεί κάποιος τις ειδικές ικανότητες ενός ανθρώπου ή
μιας ομάδας;
Γιατί να μην πας να παρακολουθήσεις μια παράσταση τσίρκου, με ακροβάτες και ταχυδακτυλουργούς, μια συναυλία κλασικής μουσικής όπου δεκάδες μουσικοί συνεργάζονται και συντονίζονται από έναν συντονιστή που κακώς αποκαλούμε διευθυντή, μια διάλεξη ενός στοχαστή που μόχθησε και εκθέτει μια νέα άποψη, μια θεατρική παράσταση του βλέπει τον ” Μακμπέθ ’ με έναν διαφορετικό τρόπο;
Γιατί να μην πας να παρακολουθήσεις μια παράσταση τσίρκου, με ακροβάτες και ταχυδακτυλουργούς, μια συναυλία κλασικής μουσικής όπου δεκάδες μουσικοί συνεργάζονται και συντονίζονται από έναν συντονιστή που κακώς αποκαλούμε διευθυντή, μια διάλεξη ενός στοχαστή που μόχθησε και εκθέτει μια νέα άποψη, μια θεατρική παράσταση του βλέπει τον ” Μακμπέθ ’ με έναν διαφορετικό τρόπο;
Εσύ
μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά;
Όχι,
δεν είναι κακό, δεν είναι καθόλου κακό.
Αλλά
και ή ικανότητα ενός πορνοστάρ να γαμάει για μια ολόκληρη ώρα και δε λέει
να χύσει δεν είναι μια εξόχως ειδική ικανότητα;
Πόση
κόκα έχει πιει ο ανθρωποβοσκός-πορνοστάρ;
Με
τη βόηθεια της κόκας, ναι, αυτή η ικανότητα είναι είναι μια ειδική
ικανότητα. Είμαι πολύ, πάρα πολύ επιφυλακτικός με τις ειδικές ικανότητες.
Η
βασική μου επιφύλαξη είναι ο τρόπος της έκθεσής της, ο τρόπος της
πρόσληψής της και η σκοπιμότητά της.
Οι
ανθρωποφύλακες και ανθρωποβοσκοί καλλιτέχνες, τραγουδιστές και ηθοποιοί,
αθλητές και πολιτικοί, διαιωνίζουν την τελεσθείσα από άλλους πειθαρχικούς
θεσμούς λειτουργική καταστροφή μας και συγκροτούν έναν κομμουνισμό
της στάνης.
Οι
αμοιβές τους δεν είναι πενιχρές:
Ο
Κύριος μας αρμέγει (εισιτήριο) και δίνει το γάλα μας σε αυτούς που μας
απήγαγαν και μας συγκέντρωσαν και μας υποβίβασαν στη κατάσταση των αιχμάλωτων
εκτρεφομένων ζώων, μας έκαναν κοπάδι και αιχμάλωτους θεατές, θύματα
απαγωγής.
Εμείς,
από τη πλευρά μας, για να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, δεν μας
απομένει πια τίποτα άλλο από το βρεθούμε ενώπιον του διλήμματος:
ή
θα βελάζουμε, αντί να χειροκροτούμε
ή
θα απουσιάζουμε.