Από την ιστοσελίδα Strategyreport
Η πρόσφατη αποκάλυψη από την Wikileaks αναφορικά με τη χρήση της βρετανικής στρατιωτικής βάσης στο Ακρωτήρι για αμερικανικές κατασκοπευτικές υπερπτήσεις πάνω από τον Λίβανο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, φέρνει για ακόμα μια φορά στο προσκήνιο τη σημασία της Κύπρου ως περιοχής πολιτικο-στρατιωτικής σημασίας για τη Δύση.
Από το γεγονός αυτό προκύπτει μια σειρά από πολιτικά ερωτήματα υψίστης πολιτικής σημασίας με τα οποία, ωστόσο, οι εκάστοτε κυβερνήσεις της Κύπρου και γενικά οι πολιτικοί ταγοί του τόπου, για μια σειρά από λόγους δεν ασχολούνται μαζί τους.
Ως αποτέλεσμα και στο τέλος της ημέρας η πολιτικο-στρατιωτική υπεραξία της Κύπρου αποφέρει οφέλη στις ΗΠΑ, στους Βρετανούς στο ΝΑΤΟ και στους Τούρκους. Και όχι μόνο.
Τα «οφέλη» αυτά μεταφράζονται σε δικές μας απώλειες.
Για την Κύπρο δηλαδή η ζημιά είναι διπλή.
Δεν είναι μόνο τα «διαφυγόντα κέρδη» που δεν απολαμβάνουμε. Η ζημιά είναι πολύ χειρότερη.
Η στρατηγική υπεραξία της Κύπρου χρησιμοποιείται ως εργαλείο, «δίκην ροπάλου», για τον σταδιακό πολιτικό ευνουχισμό της κρατικής υπόστασης και της μετατροπής της Κύπρου σε παθητικό υπηρέτη των συμφερόντων όλων των ξένων, πλην των πολιτών της.
Περιορίζομαι στους Αμερικανούς.
Η «επίσημη» αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο, χρονολογείται από το 1947.
Γράφω «επίσημη» διότι ήταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που επισημοποιήθηκε η συνεργασία τους στην Κύπρο.
Την περίοδο εκείνη, η συνεργασία αφορούσε στην περισυλλογή και κατασκοπευτική υποκλοπή πληροφοριών, από τον ευρύτερο και ζωτικής σημασίας χώρο, της Μέσης Ανατολής.
Είναι το 1947 και στο πλαίσιο της συμφωνίας UΚUSΑ μεταξύ Βρετανίας (UΚ) και ΗΠΑ (USΑ) που η Κύπρος εντάχθηκε στο παγκόσμιο αμερικανικό σύστημα παρακολουθήσεων και υποκλοπών.
Το σύστημα αυτό, που άρχισε να λειτουργεί και με τη συνεργασία του Καναδά, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, υπήρξε ο προπομπός αυτού που σήμερα γνωρίζουμε ως Εchelon.
Ακριβώς επειδή το σύστημα αυτό χρησιμοποιούσε εγκαταστάσεις σε ολόκληρη την Κύπρο, μετά την ανεξαρτησία η Ουάσιγκτον ζήτησε και πήρε τη συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας με αντάλλαγμα «μαύρο χρήμα», δηλαδή λεφτά που δεν καταγράφονται στον προϋπολογισμό του Κυπριακού κράτους.
Έτσι οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν εγκαταστάσεις στο Τρόοδος, Γερόλακκο, Καραβά, Ακρωτήρι Κρέκο, η διαχείριση των οποίων λάμβανε χώρα από την CΙΑ και τη ΝSΑ (Νational Security Αgency).
Διαδοχικές κυπριακές κυβερνήσεις απολαμβάνουν το εκτός προϋπολογισμού «μαύρο χρήμα» αλλά δεν ασχολήθηκαν ποτέ πολιτικά με το ζήτημα.
Ούτε γνώριζαν ούτε πιθανόν ήθελαν να μάθουν και ποτέ δεν ζήτησαν να είναι «αποδέκτες» έστω και ενός μέρους των δεδομένων αυτών.
Αντίθετα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των συμμαχικών σχέσεων ΗΠΑ – Βρετανίας – Τουρκίας η τελευταία ήταν αποδέκτης ενός μεγάλου μέρους των «πληροφοριών».
Το τέλος του 1960 η αμερικανική παρουσία στην Κύπρο αναβαθμίστηκε και, σε άμεση συνεργασία με τους Βρετανούς, τα ραντάρ του Τροόδους μετεξελίχθηκαν σε αγγλο-αμερικανικά.
Απέκτησαν επίσης τα ραντάρ αυτά ύψιστη στρατηγική σημασία διότι είχαν «πέραν του ορίζοντα δυνατότητες» (over the horizon capabilities).
Οι Αμερικανοί τα χρησιμοποιούσαν για την παρακολούθηση των Σοβιετικών βαθιά στην ενδοχώρα τους.
Τέτοια ήταν η σημασία και η προηγμένη τεχνολογία των ραντάρ αυτών, που τον Αύγουστο του 1974 οι Αμερικανοί έδωσαν διαταγές για την καταστροφή τους από την αμερικανική αεροπορία μη τυχόν και τα καταλάβουν ελληνικές δυνάμεις και από αντίδραση για τη φιλοτουρκική πολιτική της Ουάσιγκτον τα «παραδώσουν» στους σοβιετικούς.
Η διαταγή ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή.
Μετά τον πόλεμο του 1973 στη Μέση Ανατολή οι Αμερικάνοι εγκατέστησαν στο Ακρωτήρι (που παρεμπιπτόντως λειτουργεί και ως πυρηνική βάση) τα περίφημα κατασκοπευτικά τους αεροπλάνα U-2 και SR-71.
Αυτό έγινε και με τη συναίνεση της Λευκωσίας διότι ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποκρυφθεί.
Η δικαιολογία ήταν ότι τα αεροπλάνα αυτά θα παρακολουθούσαν την τήρηση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών που διαπραγματεύτηκε ο Κίσινγκερ.
Η «επίσημη» αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο χρονολογείται από το 1947.
Οι από τους Βρετανούς ελεγχόμενες περιοχές, λειτούργησαν ως ο «ομφαλός» του συστήματος «ελέγχου και παρακολούθησης» ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής.
Η στρατηγική υπεραξία της Κύπρου χρησιμοποιείται ως εργαλείο για τον σταδιακό πολιτικό ευνουχισμό της κρατικής υπόστασης.
Το τέλος του 1960 η αμερικανική παρουσία στην Κύπρο αναβαθμίστηκε και σε άμεση συνεργασία με τους Βρετανούς.
Δυστυχώς καμία κυπριακή κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα, δεν απαίτησε ποτέ να πληροφορηθεί πώς χρησιμοποιείται ο χώρος της επικράτειάς της από τους Δυτικούς, ούτε και ασχολήθηκε αυτόνομα για να αξιολογήσει τη στρατηγική σημασία της Κύπρου.
Ως αποτέλεσμα ξένοι εισέπρατταν τα ενοίκια του δικού μας οικοπέδου ενώ παράλληλα κινούσαν και συνεχίζουν να κινούν τους μηχανισμούς για την καταναγκαστική εκποίηση του οικοπέδου που ονομάζεται Κύπρος.
Mάριος Ευρυβιάδης / Φιλελεύθερος