8.1.10

Η Παρακμή του Τύπου και οι Ευθύνες των Δημοσιογράφων

...............................................................................Από το apolyseisstamedia.blogspot.com

1. Βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας…
Άρθρο του Γιώργου Αυγερόπουλου, δημιουργού του exandas.ert.gr

*Πρόλαβα μια εποχή όπου οι δημοσιογράφοι ήταν δημοσιογράφοι και όχι τηλεπερσόνες και μεγαλοπαράγοντες.
Τότε τα δελτία ήταν μισής ώρας και έπαιζαν πραγματικές ειδήσεις, ενώ οι εφημερίδες στηρίζονταν στο ρεπορτάζ.
Πρόλαβα μια εποχή όπου ο κόσμος αισθανόταν το δημοσιογράφο δίπλα του, σύμμαχο ενάντια στην αδικία και όχι ένα λαμόγιο.
Αυτά συνέβαιναν πριν από 20 χρόνια.
Σήμερα τα τηλεοπτικά δελτία έχουν μετεξελιχθεί σε lifestyle μαγκαζίνο η σε εκπομπές γνώμης όπου ο θεατής πρώτα ακούει το σχόλιο και έπειτα την είδηση.

Οι εφημερίδες,από την άλλη, έχουν γίνει πολυέντυπα που προσφέρουν αυτοκίνητα, σκάφη, σπίτια, σερβίτσια και 2 ταινίες dvd στον αποβλακωμένο αναγνώστη τους.

Περιγράφουν μάλιστα με λεπτομέρειες συναντήσεις που δεν έγιναν ποτέ, όπως αυτή των Καραμανλή – Ερτογάν.
Πέρα από τις ευθύνες των εκδοτών – ιδιοκτητών, πέρα από την οικονομική κρίση, μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση που μαστίζει το χώρο της ενημέρωσης έχουν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, μεμονωμένα και συλλογικά.

Σχετικά με την προσωπική ευθύνη του καθενός μας βλέπω πως το επάγγελμα έχει γεμίσει με ανθρώπους που λένε πρόθυμα «ναι» σε όλα για να επιβιώσουν.
Μωροφιλόδοξοι που δεν πειράζει να κάνουν λίγες εκπτώσεις στην αξιοπρέπειά τους, προκειμένου να γίνουν διάσημοι.

Υπάρχουν άνθρωποι που αν τους ζητηθεί να πηδήξουν από το μπαλκόνι «γιατί αυτό κάνει νούμερα» μπορεί και να πηδήξουν.
Σε συζητήσεις γύρο από αυτό το θέμα έχω ακούσει τις πιο παράδοξες απαντήσεις: Αν δεν το κάνω εγώ, θα είναι κάποιος άλλος» , ή «εγώ εντολές εκτελώ».
Το πρώτο μου θυμίζει απαντήσεις διεφθαρμένων Μεξικανών αστυνομικών που συνεργάζονται με τα καρτέλ των ναρκωτικών.
Το δεύτερο μου θυμίζει τις απαντήσεις των ναζί εγκληματιών πολέμου στη δίκη της Νυρεμβέργης.

Σχετικά τώρα με τη συλλογική ευθύνη, αυτή βρίσκεται στο συνδικαλιστικό όργανο των δημοσιογράφων.
Οι απεργίες και οι καταγγελίες είναι καλές σε ό,τι έχει να κάνει με τα κρίσιμα εργασιακά ζητήματα.
Τι γίνεται όμως με την ουσία του πράγματος, με την ποιότητα της δουλειάς; Τίποτα.
Η μεγαλύτερη ένωση δημοσιογράφων της χώρας δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με την επαγγελματική επιμόρφωση των μελών της.

Με άλλα λόγια, «η δημοσίευσις που αποτελεί την ψυχή της δικαιοσύνης» έχει αφεθεί στην τύχη της.
Είναι χαρακτηριστικό πως από τον Ιανουάριο του 2008 ως τον Ιούλιο του 2009 η ΕΣΗΕΑ είχε οργανώσει μόνο ένα σεμινάριο ορθοφωνίας και ένα συνέδριο με τίτλο ¨Η ποίηση σήμερα».

Την ίδια περίοδο δεν οργανώθηκε τίποτα για τις νέες τεχνολογίες ή που να εξετάζει ζητήματα ηθικής και αξιοπιστίας στην ενημέρωση.
Θα αισθανόμουν ειλικρινά χαρούμενος αν έβρισκα στον ιστότοτοπο της Ένωσης έστω και μία καταδικαστική ανακοίνωση για το ρεπορτάζ με την υποτιθέμενη συνάντηση Καραμανλή – Ερντογάν.
Δεν βρήκα τίποτα.
Και θα ήμουν ευτυχής αν μάθαινα ότι το συνδικαλιστικό όργανο των δημοσιογράφων κήρυξε 24ωρη απεργία σε κάποιον τηλεοπτικό σταθμό απαιτώντας να ανέβει η ποιότητα του δελτίου.
Μέχρι να συμβεί αυτό θα ενημερώνομαι από το διαδίκτυο και θα κοιτώ τη χώρα μου με τα μάτια ενός ξένου.
Θα βλέπω τα ΜΜΕ να μαστίζονται από τις επεμβάσεις κέντρων εξουσίας και να αποτελούν πεδίο δράσης μηχανισμών διοχέτευσης πληροφοριών.
Θα βλέπω δημοσιογράφους να χορεύουν χέρι χέρι με πολιτικούς το χορό του Ζαλόγγου.
Με ολέθριες συνέπειες για τον κλάδο, την ενημέρωση την κοινωνία και τη δημοκρατία.


2. Ο δικός μας αγώνας και η παρακμή των εντύπων (Απόσπασμα)
Του SERGE HALIMI, διευθυντή της Monde Diplomatique

Είκοσι χρόνια τώρα, η «Monde diplomatique» προαναγγέλλει τον σχηματισμό του κυκλώνα που σήμερα σαρώνει τις αίθουσες σύνταξης και αφήνει τα περίπτερα άδεια.
Καθώς μάλιστα η ανάλυση των αιτίων δεν θωρακίζει από τα αποτελέσματα, η εφημερίδα μας υφίσταται και αυτή τις συνέπειες της γενικευμένης κακοκαιρίας.
Λιγότερο ίσως από άλλα έντυπα και με διαφορετικό τρόπο: δεν διακυβεύεται ούτε η επιβίωσή της, ούτε η ανεξαρτησία της.
Λείπουν, όμως, τα μέσα για την αύξηση της κυκλοφορίας της.
Για να φωτίσουμε το μέλλον, για να πάρουμε μέρος με όλο μας το είναι στη μάχη των ιδεών, για να μεταδώσουμε, τέλος, σε νέους αναγνώστες τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αποκρυπτογραφούμε τον κόσμο, απευθύνουμε έκκληση σε εσάς.

Η κρίση του τύπου

Μετά την κλωστοϋφαντουργία, τη σιδηρουργία, τη βιομηχανία αυτοκινήτων, τώρα και ο τύπος!
Οι εργάτες στις χώρες του Βορρά πλήρωσαν ακριβά τη μετατόπιση της παραγωγής προς το Νότο.
Με τη μετοίκηση των αναγνωστών στο Ιντερνετ, οι δημοσιογράφοι, με τη σειρά τους, βλέπουν κι αυτοί τις δουλειές τους να χάνονται.
Θα μπορούσε να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι το ένα οικονομικό μοντέλο εκτοπίζει το άλλο, να πει, αναστενάζοντας, ότι ρόδα είναι και γυρίζει, ότι έτσι είναι η ζωή.

Ευθύς αμέσως, όμως, τίθεται ζήτημα δημοκρατίας.
Το αυτοκίνητο, μας λένε, δεν αποτελεί αναντικατάστατο δημόσιο αγαθό, είναι απλώς εμπόρευμα.
Μπορούμε να το κατασκευάσουμε αλλού, αλλιώς ή να το αντικαταστήσουμε με κάποιο άλλο. Τίποτα πολύ σοβαρό, στο κάτω κάτω.
Ενώ ο τύπος...
Ο τύπος διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο δημόσιο λόγο.
Οταν κρίνει ότι απειλείται η ύπαρξή του, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου πιο εύκολα από έναν εργάτη που το εργοστάσιό του ετοιμάζεται να κλείσει.
Και, για να συσπειρώσει τον καθένα υπό το λάβαρό του, δεν έχει παρά να ψάλλει το γνωστό τροπάρι:
«Κάθε φορά που κλείνει μια εφημερίδα, πεθαίνει μαζί της κι ένα κομμάτι της δημοκρατίας».

Η δήλωση, ωστόσο, είναι παράλογη, γελοία ενδεχομένως.
Αρκεί να πάει κανείς σε ένα περίπτερο για να διαπιστώσει ότι είναι δεκάδες τα έντυπα που θα μπορούσαν να σταματήσουν να υπάρχουν χωρίς να πάθει τίποτα η δημοκρατία.

Οι δυνάμεις της ιδεολογικής τάξης θα έχαναν, μάλιστα, ορισμένα φέουδά τους σε μια τέτοια περίπτωση.
Κάτι τέτοιο δεν ακυρώνει τις ανησυχίες των δημοσιογράφων.
Ωστόσο, είναι δισεκατομμύρια οι άνθρωποι στη Γη που δεν έχουν καμία ανάγκη, προκειμένου να υπερασπιστούν την εργασία τους, να την περιβάλλουν με άλλη αρετή πέραν του ότι τους εξασφαλίζει έναν μισθό.
Εδώ και μερικά χρόνια, η βιομηχανία του τύπου βρίσκεται σε παρακμή.
Η δε δημοσιογραφία πάσχει από πολύ παλιότερα.

Αραγε, η θεματολογία της ήταν όντως πολύ πιο θαυμαστή πριν από 20 χρόνια, όταν τα περισσότερα έντυπα αποτελούσαν σάκους γεμάτους διαφημίσεις και εισπρακτικές μηχανές;
Ή όταν στις ΗΠΑ, τα μεγαθήρια «New York Times», «Washington Post», «Gannett», «Knight Rid-der», «Dow Jones», «Times Mirror» συγκέντρωναν είκοσι φορές μεγαλύτερα κέρδη από ό,τι έφερναν στην εποχή του Γουότεργκεϊτ, πάνω στο αποκορύφωμα της «αντιεξουσίας» (1);

Μήπως τότε, που είχαν τόσα μέσα στη διάθεσή τους και ετήσια κέρδη της τάξης του 30%, ενίοτε και 35%, ασκούσαν τη δημοσιογραφία με τόλμη, δημιουργικότητα και ανεξαρτησία;

Και στη Γαλλία, η κριτική ενημέρωση κυριαρχούσε, άραγε, σε πρώτο πλάνο όταν οι όμιλοι Λαγκαρντέρ και Μπουίγκ, με δισεκατομμύρια στα χέρια τους, έριζαν για τον έλεγχο του TF1 (2);
Ή όταν τα ιδιωτικά κανάλια, καθώς ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στη χυδαιότητα, πολλαπλασιάζονταν όπως ο άρτος στην Καινή Διαθήκη, προσφέροντας μισθούς μαχαραγιάδων σε μια φούχτα δημοσιογράφων που είχαν ήδη αποδείξει αποτελεσματικά την υποταγή τους;

Αυτή τη στιγμή, πολλοί διευθυντές εντύπων σχηματίζουν κοινό μέτωπο μπροστά στη θύελλα και εκλιπαρούν για την οικονομική βοήθεια από αυτό που κάτω από διαφορετικές συνθήκες αποκαλούν περιφρονητικά «κρατικό κορβανά».

Η «Monde diplomatique» τους εύχεται καλή τύχη, χωρίς να ξεχνά πόσο μεγάλο μέρος αυτής της βοήθειας έλαβαν στην παρούσα ατυχή συγκυρία.
Αλλά, για να εξακολουθήσει να πρεσβεύει μια αντίληψη για τη δημοσιογραφία αλλιώτικη από τη δική τους, απευθύνει κατ' αρχήν έκκληση στους δικούς της αναγνώστες.

Αδιάφορη η κοινή γνώμη

Αν μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης παραμένει αδιάφορη απέναντι στα βάσανα των ΜΜΕ, αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι έχει καταλάβει ένα πράγμα:
η έμφαση στην «ελευθερία της έκφρασης» χρησιμεύει συχνά ως προκάλυμμα για τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης.

«Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι μεγάλες εφημερίδες θα έλεγα ότι μάλλον παρεμποδίζουν ή και σαμποτάρουν τις προσπάθειες που στοχεύουν στη βελτίωση της κοινωνικής και πολιτικής μας κατάστασης», εκτιμά ο συνιδρυτής του εναλλακτικού διαδικτυακού τόπου CounterPunch.com, Αλεξάντερ Κόκμπερν (3).

Οι όλο και πιο σπάνιες έρευνες και τα ρεπορτάζ που δημοσιεύει διεκπεραιωτικά ο τύπος βοηθούν κυρίως στο να συντηρηθεί το παραμύθι περί «ερευνητικής δημοσιογραφίας», ενώ άλλες σελίδες βρίθουν από ανάλαφρα θέματα, πορτρέτα, στήλες του καταναλωτή, της μετεωρολογίας, αθλητικά, ανάλαφρες λογοτεχνικές στήλες.
Για να μην ξεχνάμε και το απλό «copy-paste» (αντιγραφή-επικόλληση) από τα «επείγοντα» των πρακτορείων που κάνουν εργαζόμενοι που οδεύουν σε ταχεία ανειδίκευση.

«Φανταστείτε ότι η κυβέρνηση βγάζει διάταγμα με το οποίο απαιτεί απότομη μείωση των διεθνών θεμάτων στον τύπο και επιβάλλει το κλείσιμο των γραφείων των ανταποκριτών στο εξωτερικό ή δραστική μείωση στο προσωπικό και τον προϋπολογισμό τους».
»Φανταστείτε ότι ο πρόεδρος δίνει εντολή στα ΜΜΕ να εστιάζουν την προσοχή τους στις διασημότητες και τις ανοησίες αντί να ερευνούν τα σκάνδαλα που σχετίζονται με την εκτελεστική εξουσία.»
Σε μια τέτοια υποθετική κατάσταση, οι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας θα είχαν κηρύξει απεργίες πείνας και ολόκληρα πανεπιστήμια θα έμεναν κλειστά εξαιτίας των κινητοποιήσεων.

Και όμως, όταν έρχονται κάποια ιδιωτικά, σχεδόν μονοπωλιακά, συμφέροντα και αποφασίζουν περίπου τα ίδια πράγματα, δεν καταγράφεται καμία αξιοσημείωτη αντίδραση», ξεσπά ο αμερικανός πανεπιστημιακός Ρόμπερτ Μακτσέσνι (4).

Οι ευθύνες του Ιντερνετ

Ολα τα σημερινά δεινά, ακούμε συχνά, προέρχονται από αυτό το ποταπό, το αποκρουστικό Ιντερνετ.Τη δημοσιογραφία, όμως, δεν την αποδεκάτισε το Διαδίκτυο.

Αυτή παρέπαιε από καιρό, υπό το βάρος των αναπροσαρμογών, του μάρκετινγκ, της περιφρόνησης των λαϊκών στρωμάτων και της άλωσης από τους δισεκατομμυριούχους και τους διαφημιστές.
Δεν χρησίμευσε το Ιντερνετ ως φερέφωνο των βομβαρδισμών που πραγματοποίησαν τα «συμμαχικά» στρατεύματα στον πόλεμο του Κόλπου (1991) ή το ΝΑΤΟ κατά τη σύγκρουση στο Κόσοβο (1999).
Είναι επίσης αδύνατο να επιρρίψει κανείς ευθύνες στο Ιντερνετ για το γεγονός ότι τα μεγάλα ΜΜΕ στάθηκαν ανίκανα να προαναγγείλουν την κατάρρευση των αποθεματικών ταμείων στις ΗΠΑ (1989), κατόπιν να φανταστούν τον οικονομικό εκτροχιασμό των αναδυόμενων χωρών οχτώ χρόνια αργότερα και, τέλος, να προειδοποιήσουν για τη φούσκα στον τομέα των ακινήτων, το τίμημα της οποίας εξακολουθεί να πληρώνει ο κόσμος.

Οπότε, αν πρέπει πραγματικά να «σώσουμε τον τύπο», θα άξιζε να διαθέσουμε το δημόσιο χρήμα σε όσους εκπληρώνουν την αποστολή μιας έγκυρης και ανεξάρτητης ενημέρωσης και όχι στους κατά καιρούς νεροκουβαλητές της εξουσίας.

Η υπηρεσία του μετόχου και το εμπόριο των «πρόθυμων εγκεφάλων» θα βρουν πιθανότατα πόρους από αλλού. (5)
Πολλές φορές, στις κατηγορίες που απευθύνονται στο Ιντερνετ, ανακαλύπτουμε και κάτι άλλο πέρα από μια δικαιολογημένη ανησυχία σε ό,τι αφορά τους τρόπους απόκτησης και μετάδοσης της πληροφορίας:
τον τρόμο ότι η αυθεντία ορισμένων βαρόνων του σχολιασμού πλησιάζει στο τέλος της.
Αυτοί, απολαμβάνοντας προνόμια φεουδάρχη, μοίρασαν χωράφια και κανόνισαν αργομισθίες.
Μπορούσαν να «ανεβάζουν» ή να «κατεβάζουν» υπουργούς και να σπιλώνουν υπολήψεις.
Ενα κοντσέρτο από ομόφωνα εγκώμια υποδεχόταν το ίδιο θερμά κάθε ένα από τα προχειροφτιαγμένα έργα τους και τις πομπώδεις στήλες τους (6).

Πού και πού, κάποιες βέβηλες εφημερίδες έπαιζαν τον ρόλο πολιορκημένων πολιτειών.
Αλλά, μια μέρα, κατέβηκαν ορισμένοι ξεβράκωτοι με τα πληκτρολόγιά τους.
.

Κάποιοι σύνδεσμοι σε πηγές τεκμηρίωσης που παρατίθενται στα κείμενα ενδέχεται να μην είναι ενεργοί. Κάποιες από τις πηγές μπορούν να ανακτηθούν συμπληρώνοντας το URL του συνδέσμου (δεξί κλικ στο σύνδεσμο) στο Wayback Machine (http://archive.org/index.php)